- διεξοδικῶς
- διεξοδικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτεταμένως — και εκτεταμένα (Α ἐκτεταμένως) νεοελλ. σε μεγάλη έκταση, σε μεγάλη διάρκεια χρόνου, εκτενώς, ευρέως, διεξοδικώς αρχ. 1. γραμμ. με έκταση τού βραχέος φωνήεντος σε μακρό («ἐκτεταμένως εἴρηκε καρῑδα», Αθήν.) 2. Κατά τον Ησύχ. «ἡπλωμένως» … Dictionary of Greek
μυθολογεύω — (Α) 1. διηγούμαι διεξοδικώς μια ιστορία 2. (γενικά) διηγούμαι, λέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μυθολογώ < μυθολόγος + κατάλ. εύω για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
περιβεβλημένως — Α επίρρ. 1. με πλήρη περιβολή, με πλήρη κάλυψη 2. μτφ. (για λόγο) α) με ύφος κομψό, περίτεχνα επεξεργασμένο β) διεξοδικώς, εκτενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιβεβλημένος τού περιβάλλω] … Dictionary of Greek
περιβλητικός — ή, όν, ΜΑ [περιβάλλω] ο ικανός να αναπτύσσει έναν λόγο διεξοδικώς («περιβλητικὸν σχῆμα», Ερμογ.). επίρρ... περιβλητικῶς με τρόπο περιβλητικό … Dictionary of Greek